- τσουκαλάδικο
- τό1) гончарная мастерская; 2) магазин гончарных изделий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσουκαλάδικο — το, Ν 1. εργαστήριο τσουκαλά 2. πρατήριο πήλινων σκευών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τσουκαλαδ τού πληθ. τσουκαλάδες της λ. τσουκαλάς + κατάλ. ικο (πρβλ. γαλατάδ ικο)] … Dictionary of Greek
τσουκαλάδικο — το 1. εργαστήριο του τσουκαλά (βλ. λ.), αγγειοπλαστείο. 2. πρατήριο τσουκαλιών και άλλων πήλινων σκευών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)